- ἐναλλάσσει
- ἐναλλάσσωexchangepres ind mp 2nd sgἐναλλάσσωexchangepres ind act 3rd sgἐναλλάσσωexchangepres ind mp 2nd sgἐναλλάσσωexchangepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βάρδος — (από το λατινικό bardus, κελτικής προέλευσης). Ποιητής και τραγουδιστής, ο οποίος στους κελτικούς λαούς (Γαλάτες, Ουαλούς και Σκοτσέζους) εξυμνούσε τα κατορθώματα των θεών και των εθνικών ηρώων, συνοδεύοντας το τραγούδι του με μια μικρή άρπα, που … Dictionary of Greek
εναλλακτικός — ή, ό (AM ἐναλλακτικός, ή, όν) αυτός που εναλλάσσει ή εναλλάσσεται, που διαδέχεται ή αντικαθιστά άλλον, που μπορεί να μπει στη θέση άλλου («εναλλακτική λύση», «εναλλακτική κίνηση») αρχ. (ειδ.) εναλλάκτης, κίναιδος … Dictionary of Greek
αστοί — Στον Μεσαίωνα ονομάζονταν α. (burgenses, bourgeois)αρχικά οι κάτοικοι των αστικών οικισμών (γαλλ. bourg, γερμ. burg, ιταλ. borgo), οι οποίοι συγκροτούσαν τις μεσαιωνικές πόλεις. Από την εποχή αυτή έχουν μείνει τα τοπωνύμια πολλών σύγχρονων πόλεων … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ρουό, Ζορζ — (Rouault, Παρίσι 1871 – 1958). Γάλλος ζωγράφος. Γιος ενός ξυλουργού από τη Βρετάνη, μπήκε σε ηλικία 14 ετών σε ένα εργαστήριο επισκευής μεσαιωνικών βιτρό και η εμπειρία αυτή άφησε ανεξίτηλα ίχνη στην προσωπικότητά του, τόσο για την αγάπη του προς … Dictionary of Greek
Φάλαντα, Χανς — (Fallada, ψευδώνυμο του Rudolf Ditzen, Γκράιφσβαλντ 1893 – Βερολίνο 1947). Γερμανός συγγραφέας. Διαμόρφωσε την πνευματική του προσωπικότητα μέσα στο κλίμα του εξπρεσιονισμού και ωρίμασε στο περιβάλλον της Neue Sάchlichkeit (Νέα αντικειμενικότητα) … Dictionary of Greek
εναλλακτικός — ή, ό επίρρ. ά που εναλλάσσει ή εναλλάσσεται (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)